- στρόντιο(ν)
- το хим, стронций
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρόντιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sr· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των γαιο αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 38, ατομικό βάρος 87,63 και τέσσερα σταθερά ισότοπα. Από τα ασταθή ισότοπα, που… … Dictionary of Greek
στρόντιο — το στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… … Dictionary of Greek
ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… … Dictionary of Greek
οστεόφιλος — η, ο φρ. «οστεόφιλα στοιχεία» ονομασία στοιχείων, όπως είναι το ράδιο, το στρόντιο ή το πλουτώνιο, τα οποία μπορούν να εναποτεθούν στα οστά τού σώματος είτε επειδή συμμετέχουν στον σχηματισμό τών οστών είτε επειδή είναι χημικώς συγγενή με το… … Dictionary of Greek
ραδιοστρόντιο — το, Ν φυσ. ονομασία τών ραδιενεργών ισοτόπων τού στροντίου που παράγονται ως προϊόντα τής πυρηνικής σχάσης στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ή κατά τις πυρηνικές εκρήξεις, αποτελώντας συστατικά τής ραδιενεργού τέφρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξέν … Dictionary of Greek
αλκαλικές γαίες — Ομάδα χημικών στοιχείων (η 2η του περιοδικού συστήματος), στην οποία περιλαμβάνονται το βηρύλλιο, το μαγνήσιο, το ασβέστιο, το στρόντιο, το βάριο και το ράδιο … Dictionary of Greek